- Μιλησιακός
- Μιλησιακόςthe Milesiansmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιλησιακός — ή, ό (Α μιλησιακός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μίλητο ή αυτός που προέρχεται από τη Μίλητο 2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μιλησιακά τίτλος έργου τού Αριστείδου τού Μιλησίου το οποίο αποτελούνταν από σύντομα διηγήματα με ερωτικό… … Dictionary of Greek
Μιλησιακά — Μιλησιακός the Milesians neut nom/voc/acc pl Μιλησιακά̱ , Μιλησιακός the Milesians fem nom/voc/acc dual Μιλησιακά̱ , Μιλησιακός the Milesians fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιλησιακῶν — Μιλησιακός the Milesians fem gen pl Μιλησιακός the Milesians masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιλησιακοῖς — Μιλησιακός the Milesians masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιλησιακοί — Μιλησιακός the Milesians masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μιλήσιος — α, ο (Α Μιλήσιος, ία, ον θηλ. και Μιλησίς και ιων. τ. Μιλησίη) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο κάτοικος τής Μιλήτου, αρχαίας ελληνικής πόλης τής Μ. Ασίας αρχ. 1. μιλησιακός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Μιλησίη η Μίλητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μίλητος + κατάλ. ιος, με … Dictionary of Greek